Αβρούζια

Αβρούζια
(Abruzzo).Ιστορική περιοχή και διοικητική υποδιαίρεση (10.798 τ. χλμ., 1.244.226 κάτ. το 2000) της κεντρικοανατολικής Ιταλίας. Στο ΒΑ της μέρος βρέχεται από την Αδριατική και οι ακτές της είναι χαμηλές και αλίμενες. Πρωτεύουσά της είναι η Ακουίλα (63.000 κάτ. το 2001). Είναι περιοχή ορεινή με τραχείς ασβεστολιθικούς και αμμολιθικούς όγκους, όπως το Γκραν Σάσο (2.912 μ.), υψηλότερη κορυφή των Απενίνων. Τη διασχίζουν οι ποταμοί Βομάνο, Τρόντο, Πεσκάρα, Σάνγκορ κ.ά. Διαιρείται στις επαρχίες Κιέτι, Ακουίλα, Πεσκάρα και Τέραμο. Οι κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία και, σε μικρότερη κλίμακα, η βιομηχανία (χημικά, τσιμέντο, ζάχαρη), ενώ η ανεύρεση κοιτασμάτων πετρελαίου άνοιξε νέες προοπτικές για την οικονομική της ανάπτυξη. Στην αρχαιότητα κατοικούσαν στην περιοχή οι λαοί που συγκροτούσαν την ομοσπονδία των Σαμνιτών, τους οποίους υπέταξαν οι Ρωμαίοι τον 4o αι. Αργότερα την Α. κατέκτησαν οι Βυζαντινοί, οι Οστρογότθοι και, τον 11o αι. μ.Χ., οι Νορμανδοί. Τελικά αποτέλεσε τμήμα του βασιλείου της Νάπολης. Διασώζονται εκεί πολλά καλλιτεχνικά και ιστορικά μνημεία, κυρίως εκκλησίες. Γυναίκες της περιοχής Αβρούζια στην Ιταλία με παραδοσιακές ενδυμασίες. Τα Απένινα στην Αβρούζια της Ιταλίας προσφέρουν πολλές δυνατότητες παραθερισμού και χειμερινών σπορ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ιταλικοί λαοί — Ονομασία του συνόλου του πληθυσμού της προρωμαϊκής Ιταλίας, που διέφερε στην καταγωγή, στη φυλή και στη γλώσσα από τους Λίγυρες, τους Σικανούς, τους Eτρούσκους και τους Έλληνες αποίκους. Οι νεότερες επιστημονικές υποθέσεις καταλήγουν στο… …   Dictionary of Greek

  • Απουλία — (Puglia). Διοικητικό διαμέρισμα (19.347 τ. χλμ., 3.983.487 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, της oποίας καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο, με πρωτεύουσα το Μπάρι. (312.200 κάτ.). Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και συνορεύει στα ΒΔ με την… …   Dictionary of Greek

  • Καβούρ, Καμίλο Μπένσο, κόμης ντε- — (Camillo Bensoconte di Cavour, Τορίνο 1810 – Ρώμη 1861). Ιταλός πολιτικός, πρωτεργάτης της ιταλικής ενοποίησης. Ο Κ. καταγόταν από αρχοντική και πλούσια οικογένεια του Πεδεμοντίου (Πιεμόντε). Eγκατέλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία (1831) και… …   Dictionary of Greek

  • Φέντερερ, Χάινριχ — (Federer, Μπριντζ, Βέρνη 1866 – Ζυρίχη 1928). Ελβετός συγγραφέας. Το 1900 εγκατέλειψε το ιερατικό σχήμα, για να αφιερωθεί πρώτα στη δημοσιογραφία και στη συνέχεια στη λογοτεχνία. Το έργο του Φ. διακρίνεται για το απλό λαϊκό του ύφος, καθώς και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”